μελανθέα — μελανθέα, ἡ (Α) το να βλέπει κάποιος τα μελανά αντικείμενα, η όραση, η θέα τών μαύρων αντικειμένων («τὴν ὅρασιν ἡμῶν λευκῶν μὲν ἀντιλαμβανομένην λευκοθέαν καλεῑν, μελάνων δὲ μελανθέαν», Αρίστων Χ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + θέα (πρβλ. ανδρο… … Dictionary of Greek
Μελανθέα — Μελανθέᾱ , Μελανθεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανθέαν — μελανθέᾱν , μελανθέα fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
Μελάνθιος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βοσκός του Οδυσσέα. Ο Όμηρος τον αποκαλούσε Μελανθέα. Είχε στενή φιλική σχέση με τους μνηστήρες, γι’ αυτό και ο Οδυσσέας διέταξε να τον συλλάβουν και να τον κρεμάσουν μετά τη μνηστηροφονία. II… … Dictionary of Greek